ἐπιφοιτήσει

ἐπιφοιτήσει
ἐπιφοίτησις
a coming upon
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιφοιτήσεϊ , ἐπιφοίτησις
a coming upon
fem dat sg (epic)
ἐπιφοίτησις
a coming upon
fem dat sg (attic ionic)
ἐπιφοιτάω
come habitually
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐπιφοιτάω
come habitually
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἐπιφοιτάω
come habitually
fut ind act 3rd sg (attic ionic)
ἐπιφοιτάω
come habitually
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιφοιτάω
come habitually
fut ind mid 2nd sg
ἐπιφοιτάω
come habitually
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιφοίτηση — η (AM ἐπιφοίτησις) [επιφοιτώ] κάθοδος από ψηλά, από τον ουρανό, θεία έμπνευση, φώτιση (α. «επίφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος» β. «ἐπιφοιτήσει τοῡ Θεοῡ», Ιώσ.) αρχ. μσν. μετάβαση σ’ έναν τόπο («ἐπί διασκοπῇ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπιφοιτήσεως», Θεοφύλ. Σ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”